- διαζώστρα
- η (Α διαζώστρα) [διαζωννύω]1. η ζώνη2. το διάζωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαζώστρας — διαζώστρᾱς , διαζώστρα fem acc pl διαζώστρᾱς , διαζώστρα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαζώστραν — διαζώστρᾱν , διαζώστρα fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαζώστραις — διαζώστρα fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)